- ἀνεπιστάτητος
- ἀν-επι-στάτητος, ohne Aufsicht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ανεπιστάτητος — ἀνεπιστάτητος, ον (AM) 1. ο χωρίς επιστάτη, οδηγό 2. ο χωρίς συμβουλή, ο ακαθοδήγητος … Dictionary of Greek
ἀνεπιστάτητος — without inspector masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστάτητον — ἀνεπιστάτητος without inspector masc/fem acc sg ἀνεπιστάτητος without inspector neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστατήτοις — ἀνεπιστάτητος without inspector masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιστάτητοι — ἀνεπιστάτητος without inspector masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)